- ασφυρηλάτητος
- ασφυρήλατος, ος , ον1) некованый (о металле); 2) перен. не закалённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφυρηλάτητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σφυρηλατηθεί 2. εκείνος που δεν έχει πάρει οριστική μορφή … Dictionary of Greek